ἐκκομίζοντες

ἐκκομίζοντες
ἐκκομίζω
carry
pres part act masc nom/voc pl
ἐκκομίζω
carry
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φορέας — ο / φορεύς, έως, ΝΑ, και ιων. τ. γεν. ῆος Α νεοελλ. 1. αυτός που φέρει, έχει ή μεταδίδει κάτι (α. «φορέας επαναστατικών ιδεών» β. «φορέας μικροβίων») 2. τεχνολ. κατασκευή, συσκευή ή μηχανισμός που φέρει ωφέλιμο φορτίο ή αναδέχεται δυνάμεις, όπως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”